suffrage

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

suffrage (en)

  1. (νομικός όρος) το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα να συμμετέχεις στη λήψη μιας απόφασης
  2. η ψήφος για ένα συγκεκριμένο ζήτημα

Συνώνυμα

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
suffrage suffrages

Ουσιαστικό

suffrage (fr) αρσενικό

  1. η πράξη με την οποία εκφράζουμε τη θέλησή μας ή τη γνώμη μας πάνω σε ένα θέμα
  2. (νομικός όρος) droit de suffrage - το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα να συμμετέχεις στη λήψη μιας απόφασης
  3. (παρωχημένο ή λόγιο θετική γνώμη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.