σησαμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σησαμιά | οι | σησαμιές |
| γενική | της | σησαμιάς | των | σησαμιών |
| αιτιατική | τη | σησαμιά | τις | σησαμιές |
| κλητική | σησαμιά | σησαμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σησαμιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.saˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐σα‐μιά
Μεταφράσεις
σησαμιά
|
→ δείτε τη λέξη σουσαμιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.