σουρτούκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σουρτούκο | τα | σουρτούκα |
| γενική | του | σουρτούκου | των | σουρτούκων |
| αιτιατική | το | σουρτούκο | τα | σουρτούκα |
| κλητική | σουρτούκο | σουρτούκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουρτούκο < (άμεσο δάνειο) βενετική sortu (γυναικείο πανωφόρι) < γαλλική surtout [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /suɾˈtu.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σουρ‐τού‐κο
- ομόηχο: σουρτούκω
Μεταφράσεις
σουρτούκο
|
|
Αναφορές
- σουρτούκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.