σούνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σούνα
      γενική της σούνας
    αιτιατική τη σούνα
     κλητική σούνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σούνα < (άμεσο δάνειο) αραβική سنة (súnna)

Ουσιαστικό

σούνα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.