σολωμιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σολωμιστής | οι | σολωμιστές |
| γενική | του | σολωμιστή | των | σολωμιστών |
| αιτιατική | τον | σολωμιστή | τους | σολωμιστές |
| κλητική | σολωμιστή | σολωμιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σολωμιστής < Σολωμ(ός) (ο Διονύσιος Σολωμός) + -ιστής
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.lo.miˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐λω‐μι‐στής
Ουσιαστικό
σολωμιστής αρσενικό (θηλυκό σολωμίστρια)
- (φιλολογία) αυτός που μελετάει το έργο του Διονυσίου Σολωμού
Μεταφράσεις
σολωμιστής
|
|
Πηγές
- σολωμ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.