σολωμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σολωμικός η σολωμική το σολωμικό
      γενική του σολωμικού της σολωμικής του σολωμικού
    αιτιατική τον σολωμικό τη σολωμική το σολωμικό
     κλητική σολωμικέ σολωμική σολωμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σολωμικοί οι σολωμικές τα σολωμικά
      γενική των σολωμικών των σολωμικών των σολωμικών
    αιτιατική τους σολωμικούς τις σολωμικές τα σολωμικά
     κλητική σολωμικοί σολωμικές σολωμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σολωμικός < Σολωμός + -ικός

Επίθετο

σολωμικός

  • σχετικός με το έργο του ποιητή Διονύσιου Σολωμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.