σολίστ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σολίστ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική soliste ή την ιταλική solista [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈlist/
Ουσιαστικό
σολίστ άκλιτο αρσενικό ή θηλυκό
Αναφορές
- σολίστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.