σόλο

Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «σόλο».
Αναθεώρηση : Υπάρχει η λέξη φθογγοσειραϊσμός που αναφέρεται στο λήμμα; --Χιονάκι (συζήτηση) 17:15, 27 Οκτωβρίου 2022 (UTC).

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σόλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική solo

Ουσιαστικό

σόλο ουδέτερο άκλιτο

  1. το μουσικό κομμάτι για εκτέλεση από ένα μόνο άτομο
  2. οποιαδήποτε περφόρμανς ή παρουσίαση ενός ατόμου ή αντικειμένου
  3. ο φθογγοσειραϊσμός· η σειραϊκή/αλληλουχική εκτέλεση/παίξιμο των μουσικών φθόγγων/νοτών
    Συνώνυμα: το σολάρισμα
    Αντώνυμα: η συγχορδία
  4. (χαρτοπαίγνια) όρος της πρέφας που σημαίνει διπλό χάσιμο

Μεταφράσεις

Επίθετο

σόλο άκλιτο

Επίρρημα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.