σμερδαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σμερδαλέος | ἡ | σμερδαλέᾱ | τὸ | σμερδαλέον |
| γενική | τοῦ | σμερδαλέου | τῆς | σμερδαλέᾱς | τοῦ | σμερδαλέου |
| δοτική | τῷ | σμερδαλέῳ | τῇ | σμερδαλέᾳ | τῷ | σμερδαλέῳ |
| αιτιατική | τὸν | σμερδαλέον | τὴν | σμερδαλέᾱν | τὸ | σμερδαλέον |
| κλητική ὦ! | σμερδαλέε | σμερδαλέᾱ | σμερδαλέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σμερδαλέοι | αἱ | σμερδαλέαι | τὰ | σμερδαλέᾰ |
| γενική | τῶν | σμερδαλέων | τῶν | σμερδαλέων | τῶν | σμερδαλέων |
| δοτική | τοῖς | σμερδαλέοις | ταῖς | σμερδαλέαις | τοῖς | σμερδαλέοις |
| αιτιατική | τοὺς | σμερδαλέους | τὰς | σμερδαλέᾱς | τὰ | σμερδαλέᾰ |
| κλητική ὦ! | σμερδαλέοι | σμερδαλέαι | σμερδαλέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμερδαλέω | τὼ | σμερδαλέᾱ | τὼ | σμερδαλέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | σμερδαλέοιν | τοῖν | σμερδαλέαιν | τοῖν | σμερδαλέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σμερδαλέος, -α, -ον (το θηλυκό στον ιωνικό τύπο: σμερδαλέη)
Συγγενικά
- σμερδνός
- σμερδαλεότης
- σμερδαλέως
Πηγές
- σμερδαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.