σμερδαλέος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σμερδαλέος σμερδαλέ τὸ σμερδαλέον
      γενική τοῦ σμερδαλέου τῆς σμερδαλέᾱς τοῦ σμερδαλέου
      δοτική τῷ σμερδαλέ τῇ σμερδαλέ τῷ σμερδαλέ
    αιτιατική τὸν σμερδαλέον τὴν σμερδαλέᾱν τὸ σμερδαλέον
     κλητική ! σμερδαλέε σμερδαλέ σμερδαλέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σμερδαλέοι αἱ σμερδαλέαι τὰ σμερδαλέ
      γενική τῶν σμερδαλέων τῶν σμερδαλέων τῶν σμερδαλέων
      δοτική τοῖς σμερδαλέοις ταῖς σμερδαλέαις τοῖς σμερδαλέοις
    αιτιατική τοὺς σμερδαλέους τὰς σμερδαλέᾱς τὰ σμερδαλέ
     κλητική ! σμερδαλέοι σμερδαλέαι σμερδαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σμερδαλέω τὼ σμερδαλέ τὼ σμερδαλέω
      γεν-δοτ τοῖν σμερδαλέοιν τοῖν σμερδαλέαιν τοῖν σμερδαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σμερδαλέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)merd- (δαγκώνω, τσιμπώ, κεντρίζω) + -αλέος

Επίθετο

σμερδαλέος, -α, -ον (το θηλυκό στον ιωνικό τύπο: σμερδαλέη)

Συγγενικά

  • σμερδνός
  • σμερδαλεότης
  • σμερδαλέως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.