σμῆγμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σμῆγμα < σμάω

Ουσιαστικό

σμῆγμα ουδέτερο (και σμῆμα, δωρικός τύπος: σμᾶμα)

  • στερεό ή κρεμώδες υλικό που χρησιμεύει για πλύσιμο, σαπούνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.