σκῦλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σκῦλον < → λείπει η ετυμολογία
Εκφράσεις
- σκῦλα γράφω: γράφω το όνομά μου στον οπλισμό του εχθρού που σκότωσα για να το αφιερώσω στους θεούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.