suka
Λετονικά
(lv)
Ουσιαστικό
suka
(lv)
η
βούρτσα
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈsu.ka
/
ⓘ
Ουσιαστικό
suka
(pl)
θηλυκό
η
σκύλα
, ο θηλυκός σκύλος
(
μεταφορικά
,
υβριστικό
)
η σκύλα
(
αργκό
)
η αστυνομική
κλούβα
Φινλανδικά
(fi)
Ουσιαστικό
suka
(fi)
η
βούρτσα
(για ζώα)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.