σκυτοτομικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σκυτοτομικός | ἡ | σκυτοτομική | τὸ | σκυτοτομικόν |
| γενική | τοῦ | σκυτοτομικοῦ | τῆς | σκυτοτομικῆς | τοῦ | σκυτοτομικοῦ |
| δοτική | τῷ | σκυτοτομικῷ | τῇ | σκυτοτομικῇ | τῷ | σκυτοτομικῷ |
| αιτιατική | τὸν | σκυτοτομικόν | τὴν | σκυτοτομικήν | τὸ | σκυτοτομικόν |
| κλητική ὦ! | σκυτοτομικέ | σκυτοτομική | σκυτοτομικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σκυτοτομικοί | αἱ | σκυτοτομικαί | τὰ | σκυτοτομικᾰ́ |
| γενική | τῶν | σκυτοτομικῶν | τῶν | σκυτοτομικῶν | τῶν | σκυτοτομικῶν |
| δοτική | τοῖς | σκυτοτομικοῖς | ταῖς | σκυτοτομικαῖς | τοῖς | σκυτοτομικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σκυτοτομικούς | τὰς | σκυτοτομικᾱ́ς | τὰ | σκυτοτομικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σκυτοτομικοί | σκυτοτομικαί | σκυτοτομικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκυτοτομικώ | τὼ | σκυτοτομικᾱ́ | τὼ | σκυτοτομικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σκυτοτομικοῖν | τοῖν | σκυτοτομικαῖν | τοῖν | σκυτοτομικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκυτοτομικός < σκυτοτόμ(ος) + -ικός
- Και ουσιαστικοποιημένο θηλυκό σκυτοτομική.
Επίθετο
σκυτοτομικός, -ή, -όν
- (υπόδηση) που ανήκει σε σκυτοτόμο ή σχετίζεται με την σκυτοτομία (την τέχνη του υποδηματοποιού)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 432 (431-433)
- εἶτ᾽ ἐθορύβησαν κἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι, | τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος, οἱ δ᾽ ἐκ τῶν ἀγρῶν | ἀνεβορβόρυξαν.
- Κι ευτύς όλο το τσούρμο οι τσαγκαράδες | ουρλιάζανε: «Χρυσόστομε, να ζήσεις»! | Μα σύγκαιρα οι αγρότες θορυβούσαν.
- Μετάφραση (1970): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- εἶτ᾽ ἐθορύβησαν κἀνέκραγον ὡς εὖ λέγοι, | τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος, οἱ δ᾽ ἐκ τῶν ἀγρῶν | ἀνεβορβόρυξαν.
- → δείτε παράθεμα στο σκυτοτομική
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι, στίχ. 432 (431-433)
Συνώνυμα
- σκυτοδεψικός
Παράγωγα
- σκυτοτομική (εννοείται: τέχνη)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκυτοτόμος, σκῦτος και τέμνω
Πηγές
- σκυτοτομικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκυτοτομικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.