σκυτοτομία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σκῡτοτομῐα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σκυτοτομίᾱ | αἱ | σκυτοτομίαι | |
| γενική | τῆς | σκυτοτομίᾱς | τῶν | σκυτοτομιῶν | |
| δοτική | τῇ | σκυτοτομίᾳ | ταῖς | σκυτοτομίαις | |
| αιτιατική | τὴν | σκυτοτομίᾱν | τὰς | σκυτοτομίᾱς | |
| κλητική ὦ! | σκυτοτομίᾱ | σκυτοτομίαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκυτοτομίᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκυτοτομίαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σκυτοτομία < σκυτοτόμ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε σκῦτο(ς) + -τομία
Ουσιαστικό
σκυτοτομία, -ας θηλυκό
- (υπόδηση) η τέχνη της κατεργασίας δερμάτων, ειδικά η υποδηματοποιία
- ≈ συνώνυμα: σκυτοτομική (τέχνη)
Πηγές
- σκυτοτομία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκυτοτομία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.