σκραπ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκραπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική scrap < μέση αγγλική scrappe < παλαιά νορβηγική skrap < skrapa < πρωτογερμανική *skrapōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skreb- / *skrep- (χαράσσω)

Ουσιαστικό

σκραπ ουδέτερο άκλιτο

  1. παλιές μεταλλικές κατασκευές, ιδίως σιδερένιες, που προορίζονται κυρίως για ανακύκλωση του μετάλλου
     συνώνυμα: παλιοσίδερα
    Η μαφία του σκραπ ξήλωσε 100 μέτρα ράγες. (*)
  2. (αργκό) (ειρωνικό) μειωτικός και απαξιωτικός χαρακτηρισμός
     συνώνυμα: μπάζο, σαβούρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.