σκράπας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκράπας | οι | σκράπες |
| γενική | του | σκράπα | — | |
| αιτιατική | τον | σκράπα | τους | σκράπες |
| κλητική | σκράπα | σκράπες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σκράπας αρσενικό
- άνθρωπος που δεν γνωρίζει καθόλου κάποιο αντικείμενο
- (ειδικότερα) κακός μαθητής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.