σκράπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκράπας οι σκράπες
      γενική του σκράπα
    αιτιατική τον σκράπα τους σκράπες
     κλητική σκράπα σκράπες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκράπας < αγγλική scrap

Ουσιαστικό

σκράπας αρσενικό

  1. άνθρωπος που δεν γνωρίζει καθόλου κάποιο αντικείμενο
  2. (ειδικότερα) κακός μαθητής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.