σκούξιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκούξιμο | τα | σκουξίματα |
| γενική | του | σκουξίματος | των | σκουξιμάτων |
| αιτιατική | το | σκούξιμο | τα | σκουξίματα |
| κλητική | σκούξιμο | σκουξίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsku.ksi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκού‐ξι‐μο
Μεταφράσεις
σκούξιμο
|
→ δείτε τη λέξη ουρλιαχτό |
Αναφορές
- σκούξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.