σκούξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκούξιμο τα σκουξίματα
      γενική του σκουξίματος των σκουξιμάτων
    αιτιατική το σκούξιμο τα σκουξίματα
     κλητική σκούξιμο σκουξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκούξιμο < σκουξ- (σκούζω) + -ιμο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsku.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκούξιμο

Ουσιαστικό

σκούξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.