σκούζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκούζω < αρχαία ελληνική σκύζομαι

Ρήμα

σκούζω

  1. βγάζω σχετικά διαπεραστικές κραυγές
    και βέβαια σκούζει, αφού του πάτησες την ουρά (από σχετικό ανέκδοτο, λογοπαίγνιο με το ιταλικό scusi)
  2. (κατ’ επέκταση), (οικείο) κλαίω

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.