σκουπιδότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουπιδότοπος οι σκουπιδότοποι
      γενική του σκουπιδότοπου των σκουπιδότοπων
    αιτιατική τον σκουπιδότοπο τους σκουπιδότοπους
     κλητική σκουπιδότοπε σκουπιδότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουπιδότοπος < σκουπίδ(ι) + -ό- + -τοπος

Ουσιαστικό

σκουπιδότοπος αρσενικό

  1. τόπος όπου πετιούνται τα σκουπίδια
  2. μέρος γεμάτο σκουπίδια, πολύ βρόμικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.