σκουπιδότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκουπιδότοπος | οι | σκουπιδότοποι |
| γενική | του | σκουπιδότοπου | των | σκουπιδότοπων |
| αιτιατική | τον | σκουπιδότοπο | τους | σκουπιδότοπους |
| κλητική | σκουπιδότοπε | σκουπιδότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκουπιδότοπος < σκουπίδ(ι) + -ό- + -τοπος
Ουσιαστικό
σκουπιδότοπος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.