dépotoir
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- dépotoir < dépoter
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| dépotoir | dépotoirs |
dépotoir (fr) αρσενικό
- ο χώρος όπου αφήνουν χρησιμοποιημένα υγρά κινητήρων
- ο δημόσιος χώρος όπου αφήνουν τα σκουπίδια
- (οικείο) (μεταφορικά) ο χώρος όπου εγκαταλείπουν άχρηστα αντικείμενα
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) ο χώρος όπου στέλνουν ανεπιθύμητα άτομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.