dépotoir

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dépotoir < dépoter

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dépotoir dépotoirs

dépotoir (fr) αρσενικό

  1. ο χώρος όπου αφήνουν χρησιμοποιημένα υγρά κινητήρων
  2. ο δημόσιος χώρος όπου αφήνουν τα σκουπίδια
  3. (οικείο) (μεταφορικά) ο χώρος όπου εγκαταλείπουν άχρηστα αντικείμενα
  4. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) ο χώρος όπου στέλνουν ανεπιθύμητα άτομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.