σκουληκομυρμηγκότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκουληκομυρμηγκότρυπα | οι | σκουληκομυρμηγκότρυπες |
| γενική | της | σκουληκομυρμηγκότρυπας | των | σκουληκομυρμηγκότρυπων |
| αιτιατική | τη | σκουληκομυρμηγκότρυπα | τις | σκουληκομυρμηγκότρυπες |
| κλητική | σκουληκομυρμηγκότρυπα | σκουληκομυρμηγκότρυπες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκουληκομυρμηγκότρυπα < σκουλήκ(ι) + -ο- + μυρμηγκότρυπα (μυρμήγκ(ι) + -ό- + τρύπα)
Ουσιαστικό
σκουληκομυρμηγκότρυπα θηλυκό
Μεταφράσεις
σκουληκομυρμηγκότρυπα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.