σκοτεινόχρωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκοτεινόχρωμος η σκοτεινόχρωμη το σκοτεινόχρωμο
      γενική του σκοτεινόχρωμου της σκοτεινόχρωμης του σκοτεινόχρωμου
    αιτιατική τον σκοτεινόχρωμο τη σκοτεινόχρωμη το σκοτεινόχρωμο
     κλητική σκοτεινόχρωμε σκοτεινόχρωμη σκοτεινόχρωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκοτεινόχρωμοι οι σκοτεινόχρωμες τα σκοτεινόχρωμα
      γενική των σκοτεινόχρωμων των σκοτεινόχρωμων των σκοτεινόχρωμων
    αιτιατική τους σκοτεινόχρωμους τις σκοτεινόχρωμες τα σκοτεινόχρωμα
     κλητική σκοτεινόχρωμοι σκοτεινόχρωμες σκοτεινόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκοτεινόχρωμος < σκοτειν(ός) + -ό- + -χρωμος

Επίθετο

σκοτεινόχρωμος, -η, -ο

  • που έχει σκούρο / σκοτεινό χρώμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.