σκολιαρόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκολιαρόπαιδο | τα | σκολιαρόπαιδα |
| γενική | του | σκολιαρόπαιδου | των | σκολιαρόπαιδων |
| αιτιατική | το | σκολιαρόπαιδο | τα | σκολιαρόπαιδα |
| κλητική | σκολιαρόπαιδο | σκολιαρόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκολιαρόπαιδο < σκολειαρόπαιδο (ορθογραφική απλοποίηση) < σχολείο + -ο- + παιδί + -ο
Προφορά
- ΔΦΑ : /sko.ʎaˈɾo.pe.ðo/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σκολιαρόπαιδο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.