σκληρόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| *σκληρόθρῐχ- σκληρότρῐχ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σκληρόθριξ | οἱ/αἱ | σκληρότριχες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | σκληρότριχος | τῶν | σκληροτρίχων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | σκληρότριχῐ | τοῖς/ταῖς | σκληρότριξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σκληρότριχᾰ | τοὺς/τὰς | σκληρότριχᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | σκληρόθριξ | σκληρότριχες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκληρότριχε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκληροτρίχοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ουσιαστικό
σκληρόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει σκληρές τρίχες / σκληρό τρίχωμα, ο σκληρότριχος
- ※ οἱ μὲν γὰρ Σκύθαι μαλακότριχες, τὰ δὲ πρόβατα τὰ Σαυροματικὰ σκληρότριχα
- Οι μεν γαρ Σκύθες έχουν μαλακά μαλλιά, τα δε πρόβατα τα Σαυροματικά είναι σκληρότριχα (Αριστοτέλης 384 π.Χ. - 322 π.Χ., Περί ζώων γενέσεως/5, 407 π.Χ., στ. 783a)
- ※ οἱ μὲν γὰρ Σκύθαι μαλακότριχες, τὰ δὲ πρόβατα τὰ Σαυροματικὰ σκληρότριχα
Πηγές
- σκληρόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.