μαλακόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| *μαλακόθρῐχ- μαλακότρῐχ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | μαλακόθριξ | οἱ/αἱ | μαλακότριχες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | μαλακότριχος | τῶν | μαλακοτρίχων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | μαλακότριχῐ | τοῖς/ταῖς | μαλακότριξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | μαλακότριχᾰ | τοὺς/τὰς | μαλακότριχᾰς | |
| κλητική ὦ! | μαλακόθριξ | μαλακότριχες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλακότριχε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μαλακοτρίχοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μαλακόθριξ < μαλακό(ς) + -θριξ
Ουσιαστικό
μαλακόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει μαλακές τρίχες / μαλακό τρίχωμα, ο μαλακότριχος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 5, 783a
- οἱ μὲν γὰρ Σκύθαι μαλακότριχες, τὰ δὲ πρόβατα τὰ Σαυροματικὰ σκληρότριχα
- Οι μεν γαρ Σκύθες έχουν μαλακά μαλλιά, τα δε πρόβατα τα Σαυροματικά είναι σκληρότριχα
- οἱ μὲν γὰρ Σκύθαι μαλακότριχες, τὰ δὲ πρόβατα τὰ Σαυροματικὰ σκληρότριχα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 5, 783a
- (καθαρεύουσα)
- ※ Ἐκεῖ κάτω / Ἐκοιμᾶτο, / Τοῦ θαλάμου των πλησία, / Τίγρις μία / Μαλακόθριξ καὶ στικτή
- Γεώργιος Χριστοδούλου Ζαλοκώστας, Τα άπαντα, Mετάφρασις εκ των Τ.Η.Π. «Ύμνος εις τας ώρας», 1859, σελ. 236
- ※ Ἐκεῖ κάτω / Ἐκοιμᾶτο, / Τοῦ θαλάμου των πλησία, / Τίγρις μία / Μαλακόθριξ καὶ στικτή
Πηγές
- μαλακόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.