σκερτσόζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκερτσόζος η σκερτσόζη το σκερτσόζο
      γενική του σκερτσόζου της σκερτσόζης του σκερτσόζου
    αιτιατική τον σκερτσόζο τη σκερτσόζη το σκερτσόζο
     κλητική σκερτσόζε σκερτσόζη σκερτσόζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκερτσόζοι οι σκερτσόζες τα σκερτσόζα
      γενική των σκερτσόζων των σκερτσόζων των σκερτσόζων
    αιτιατική τους σκερτσόζους τις σκερτσόζες τα σκερτσόζα
     κλητική σκερτσόζοι σκερτσόζες σκερτσόζα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκερτσόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική scherzoso < scherzo < scherzare ‎< λομβαρδικά *skerzan < πρωτογερμανική *skirtaną (πηδώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)

Επίθετο

σκερτσόζος, -α, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.