σκεμπές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκεμπές | οι | σκεμπέδες |
| γενική | του | σκεμπέ | των | σκεμπέδων |
| αιτιατική | τον | σκεμπέ | τους | σκεμπέδες |
| κλητική | σκεμπέ | σκεμπέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκεμπές < (άμεσο δάνειο) τουρκική işkembe < περσική شكنبه (işkanba)
Ουσιαστικό
σκεμπές αρσενικό
- Στομάχι ζώου
- Προτεταμένη κοιλιά άνδρα:
- "μάζεψε το σκεμπέ σου να περάσω !", κοίτα σκεμπέ που έκανε !
- (αργκό) ο παχύσαρκος
Μεταφράσεις
σκεμπές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.