σκεμπές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκεμπές οι σκεμπέδες
      γενική του σκεμπέ των σκεμπέδων
    αιτιατική τον σκεμπέ τους σκεμπέδες
     κλητική σκεμπέ σκεμπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκεμπές < (άμεσο δάνειο) τουρκική işkembe < περσική شكنبه (işkanba)

Ουσιαστικό

σκεμπές αρσενικό

  1. Στομάχι ζώου
  2. Προτεταμένη κοιλιά άνδρα:
    "μάζεψε το σκεμπέ σου να περάσω !", κοίτα σκεμπέ που έκανε !
  3. (αργκό) ο παχύσαρκος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.