μπάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπάκα | οι | μπάκες |
| γενική | της | μπάκας | — | |
| αιτιατική | την | μπάκα | τις | μπάκες |
| κλητική | μπάκα | μπάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπάκα < (άμεσο δάνειο) αλβανική baka [1]
Ουσιαστικό
μπάκα θηλυκό
- η κοιλιά
- (μεταφορικά) η χοντρή κοιλιά, ο σκεμπές
- το παράκανες τώρα τελευταία, με τις γιορτές, έκανες μπάκα
Μεταφράσεις
μπάκα
|
|
Αναφορές
- μπάκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.