σκατόψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκατόψυχος η σκατόψυχη το σκατόψυχο
      γενική του σκατόψυχου της σκατόψυχης του σκατόψυχου
    αιτιατική τον σκατόψυχο τη σκατόψυχη το σκατόψυχο
     κλητική σκατόψυχε σκατόψυχη σκατόψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκατόψυχοι οι σκατόψυχες τα σκατόψυχα
      γενική των σκατόψυχων των σκατόψυχων των σκατόψυχων
    αιτιατική τους σκατόψυχους τις σκατόψυχες τα σκατόψυχα
     κλητική σκατόψυχοι σκατόψυχες σκατόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκατόψυχος < σκατό- + -ψυχος

Επίθετο

σκατόψυχος -η -ο

  • (υβριστικό) σκληρός, άκαρδος
    Πόσο σκατόψυχος πρέπει να είναι ένας πολίτης μιας χώρας, όταν κάθεται πίσω και βρίζει;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.