σιτοβολώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιτοβολώνας οι σιτοβολώνες
      γενική του σιτοβολώνα των σιτοβολώνων
    αιτιατική τον σιτοβολώνα τους σιτοβολώνες
     κλητική σιτοβολώνα σιτοβολώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιτοβολώνας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σιτοβολών, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική grenier[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.to.voˈlo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιτοβολώνας

Ουσιαστικό

σιτοβολώνας αρσενικό

  1. σιταποθήκη
  2. ο τόπος που παράγει πολύ σιτάρι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.