σιτοβολών

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῑτοβολων-
ονομαστική σιτοβολών οἱ σιτοβολῶνες
      γενική τοῦ σιτοβολῶνος τῶν σιτοβολώνων
      δοτική τῷ σιτοβολῶν τοῖς σιτοβολῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σιτοβολῶν τοὺς σιτοβολῶνᾰς
     κλητική ! σιτοβολών σιτοβολῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιτοβολῶνε
γεν-δοτ τοῖν  σιτοβολώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιτοβολών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σιτο- + -βολών < βολ- του βάλλω + -ών
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σιτοβολώνας

Ουσιαστικό

σιτοβολών, -ῶνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • η σιταποθήκη
    άλλες μορφές: σιτοβολεῖον, σιτοβόλιον, σιτοβόλον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.