σιτοβολών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σῑτοβολων- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | σιτοβολών | οἱ | σιτοβολῶνες | ||||
| γενική | τοῦ | σιτοβολῶνος | τῶν | σιτοβολώνων | ||||
| δοτική | τῷ | σιτοβολῶνῐ | τοῖς | σιτοβολῶσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | σιτοβολῶνᾰ | τοὺς | σιτοβολῶνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | σιτοβολών | σιτοβολῶνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιτοβολῶνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σιτοβολώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σιτοβολών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σιτο- + -βολών < βολ- του βάλλω + -ών
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σιτοβολώνας
Ουσιαστικό
σιτοβολών, -ῶνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- η σιταποθήκη
- άλλες μορφές: σιτοβολεῖον, σιτοβόλιον, σιτοβόλον
Πηγές
- σιτοβολών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.