σιταρένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιταρένιος η σιταρένια το σιταρένιο
      γενική του σιταρένιου της σιταρένιας του σιταρένιου
    αιτιατική τον σιταρένιο τη σιταρένια το σιταρένιο
     κλητική σιταρένιε σιταρένια σιταρένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιταρένιοι οι σιταρένιες τα σιταρένια
      γενική των σιταρένιων των σιταρένιων των σιταρένιων
    αιτιατική τους σιταρένιους τις σιταρένιες τα σιταρένια
     κλητική σιταρένιοι σιταρένιες σιταρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιταρένιος < σιτάρι + -ένιος

Επίθετο

σιταρένιος

  1. που έχει φτιαχτεί από σιτάρι
  2. που έχει το χρώμα του σιταριού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.