σιδηροπαγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδηροπαγής η σιδηροπαγής το σιδηροπαγές
      γενική του σιδηροπαγούς* της σιδηροπαγούς του σιδηροπαγούς
    αιτιατική τον σιδηροπαγή τη σιδηροπαγή το σιδηροπαγές
     κλητική σιδηροπαγή(ς) σιδηροπαγής σιδηροπαγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδηροπαγείς οι σιδηροπαγείς τα σιδηροπαγή
      γενική των σιδηροπαγών των σιδηροπαγών των σιδηροπαγών
    αιτιατική τους σιδηροπαγείς τις σιδηροπαγείς τα σιδηροπαγή
     κλητική σιδηροπαγείς σιδηροπαγείς σιδηροπαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιδηροπαγής < σιδηρο- + αρχαία ελληνική -παγής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.paˈʝis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιδηροπαγής

Επίθετο

σιδηροπαγής, -ής, -ές

  • συνήθως στην φράση σιδηροπαγές σκυρόδεμα: που στερεοποιείται από σίδηρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.