λίγο λίγο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
λίγο λίγο
:
→
δείτε
τη
λέξη
λίγο
Έκφραση
λίγο λίγο
λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με αργό ρυθμό,
βαθμιαία
.
Συνώνυμα
σιγά σιγά
αγάλι αγάλι
ολίγον κατ' ολίγον
Μεταφράσεις
λίγο λίγο
αγγλικά
:
little by little
(en)
τουρκικά
:
az az
(tr)
,
biraz biraz
(tr)
,
azar azar
(tr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.