λίγο λίγο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λίγο λίγο :  δείτε τη λέξη λίγο

Έκφραση

λίγο λίγο

  • λέγεται για μια διαδικασία που εξελίσσεται με αργό ρυθμό, βαθμιαία.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.