σιγοτραγουδάω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ɣo.tɾa.ɣuˈða.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γο‐τρα‐γου‐δά‐ω
Ρήμα
σιγοτραγουδάω/σιγοτραγουδώαορ=σιγοτραγούδησα, παθ.φωνή: σιγοτραγουδιέμαι, π.αόρ.: σιγοτραγουδήθηκα, μτχ.π.π.: σιγοτραγουδισμένος
Συγγενικά
- σιγοτραγούδισμα
- σιγοτραγουδίστρα (λογοτεχνικό)
- σιγοτράγουδο
- σιγοτραγουδισμένος
- σιγοτραγούδιστος
Πηγές
- σιγοτραγουδάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιγοτραγουδάω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με σιγοτραγουδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.