σιγοτραγουδάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιγοτραγουδάω < σιγο- στη σημασία: όχι δυνατά + τραγουδάω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ɣo.tɾa.ɣuˈða.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγοτραγουδάω

Ρήμα

σιγοτραγουδάω/σιγοτραγουδώαορ=σιγοτραγούδησα, παθ.φωνή: σιγοτραγουδιέμαι, π.αόρ.: σιγοτραγουδήθηκα, μτχ.π.π.: σιγοτραγουδισμένος

Συγγενικά

  • σιγοτραγούδισμα
  • σιγοτραγουδίστρα (λογοτεχνικό)
  • σιγοτράγουδο
  • σιγοτραγουδισμένος
  • σιγοτραγούδιστος

 και δείτε τις λέξεις σιγή και τραγουδάω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.