wolno
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɔlnɔ/
- ⓘ
Επίρρημα
wolno (pl)
- αργά, σιγά
- επιτρέπεται (επιρρηματικά) με τις έννοιες:
- δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
- ↪ tutaj wolno palić - εδώ επιτρέπεται το κάπνισμα
- ζητείται η άδεια
- δίνεται ή υπάρχει η άδεια ή η δυνατότητα, δεν απαγορεύεται
Αντώνυμα
- szybko
- wzbroniono, zabroniono
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.