σημειωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σημειωτής οι σημειωτές
      γενική του σημειωτή των σημειωτών
    αιτιατική τον σημειωτή τους σημειωτές
     κλητική σημειωτή σημειωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σημειωτής < σημειώνω + -τής

Προφορά

ΔΦΑ : /si.mi.oˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σημειωτής

Ουσιαστικό

σημειωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 8, έτος 2004, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
  • σημειωτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σημειωτής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.