σηκωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σηκωμός | οι | σηκωμοί |
| γενική | του | σηκωμού | των | σηκωμών |
| αιτιατική | τον | σηκωμό | τους | σηκωμούς |
| κλητική | σηκωμέ | σηκωμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σηκωμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σηκωμός αρσενικό
- η ενέργεια του σηκώνομαι
- ο ξεσηκωμός, η επανάσταση
- ο μεγάλος σηκωμός του '21
- το πρωινό ξύπνημα, η πρωινή έγερση
- με τέτοιο ξενύχτι, το πρωί δεν θα 'χουμε σηκωμό
- ο ξεσηκωμός, η επανάσταση
Μεταφράσεις
σηκωμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.