γκαρσόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκαρσόνι τα γκαρσόνια
      γενική του γκαρσονιού των γκαρσονιών
    αιτιατική το γκαρσόνι τα γκαρσόνια
     κλητική γκαρσόνι γκαρσόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαρσόνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική garçon, γκαρσόν +
Γκαρσόνι που σερβίρει κρασί.

Ουσιαστικό

γκαρσόνι ουδέτερο (θηλυκό γκαρσόνα)

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.