σεξοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεξοθεραπεία οι σεξοθεραπείες
      γενική της σεξοθεραπείας των σεξοθεραπειών
    αιτιατική τη σεξοθεραπεία τις σεξοθεραπείες
     κλητική σεξοθεραπεία σεξοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεξοθεραπεία < σεξ + -ο- + -θεραπεία

Ουσιαστικό

σεξοθεραπεία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.