σεληνόφωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σεληνόφωτος | η | σεληνόφωτη | το | σεληνόφωτο |
| γενική | του | σεληνόφωτου | της | σεληνόφωτης | του | σεληνόφωτου |
| αιτιατική | τον | σεληνόφωτο | τη | σεληνόφωτη | το | σεληνόφωτο |
| κλητική | σεληνόφωτε | σεληνόφωτη | σεληνόφωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σεληνόφωτοι | οι | σεληνόφωτες | τα | σεληνόφωτα |
| γενική | των | σεληνόφωτων | των | σεληνόφωτων | των | σεληνόφωτων |
| αιτιατική | τους | σεληνόφωτους | τις | σεληνόφωτες | τα | σεληνόφωτα |
| κλητική | σεληνόφωτοι | σεληνόφωτες | σεληνόφωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σεληνόφωτος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
σεληνόφωτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.