σεληνόφωτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σεληνόφωτο τα σεληνόφωτα
      γενική του σεληνόφωτου των σεληνόφωτων
    αιτιατική το σεληνόφωτο τα σεληνόφωτα
     κλητική σεληνόφωτο σεληνόφωτα
Συγκρίνετε με την κλίση για το σεληνόφως.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεληνόφωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σεληνόφωτος. Το αρχαίο σεληνόφως, με θέμα φωτ- και κατάληξη -ο.

Προφορά

ΔΦΑ : /se.liˈno.fo.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεληνόφωτο

Ουσιαστικό

σεληνόφωτο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις σελήνη και φως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.