σεκταριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεκταριστικός η σεκταριστική το σεκταριστικό
      γενική του σεκταριστικού της σεκταριστικής του σεκταριστικού
    αιτιατική τον σεκταριστικό τη σεκταριστική το σεκταριστικό
     κλητική σεκταριστικέ σεκταριστική σεκταριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεκταριστικοί οι σεκταριστικές τα σεκταριστικά
      γενική των σεκταριστικών των σεκταριστικών των σεκταριστικών
    αιτιατική τους σεκταριστικούς τις σεκταριστικές τα σεκταριστικά
     κλητική σεκταριστικοί σεκταριστικές σεκταριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεκταριστικός < σεκταριστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sectaire[1])

Επίθετο

σεκταριστικός

Μεταφράσεις

  1. σεχταριστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.