σεισμογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμογενής η σεισμογενής το σεισμογενές
      γενική του σεισμογενούς* της σεισμογενούς του σεισμογενούς
    αιτιατική τον σεισμογενή τη σεισμογενή το σεισμογενές
     κλητική σεισμογενή(ς) σεισμογενής σεισμογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμογενείς οι σεισμογενείς τα σεισμογενή
      γενική των σεισμογενών των σεισμογενών των σεισμογενών
    αιτιατική τους σεισμογενείς τις σεισμογενείς τα σεισμογενή
     κλητική σεισμογενείς σεισμογενείς σεισμογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σεισμογενής < σεισμ(ός) + -ο- + -γενής

Προφορά

ΔΦΑ : /si.zmo.ʝeˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεισμογενής

Επίθετο

σεισμογενής, -ής, -ές

  1. (γεωλογία) που έχει δημιουργηθεί από σεισμό
  2. (για περιοχή) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σεισμικότητα
    άλλες μορφές: σεισμογόνος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.