σεισάχθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σεισάχθεια | οι | σεισάχθειες |
| γενική | της | σεισάχθειας | των | σεισαχθειών |
| αιτιατική | τη | σεισάχθεια | τις | σεισάχθειες |
| κλητική | σεισάχθεια | σεισάχθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεισάχθεια < αρχαία ελληνική σεισάχθεια
Μεταφράσεις
σεισάχθεια
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
σεισάχθεια θηλυκό
- το πέταγμα, το τίναγμα του βάρους
- (ειδικότερα) η νομοθετική ρύθμιση παλαιών χρεών από τον Σόλωνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.