σβερκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβερκιά οι σβερκιές
      γενική της σβερκιάς των σβερκιών
    αιτιατική τη σβερκιά τις σβερκιές
     κλητική σβερκιά σβερκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σβερκιά < σβέρκ(ος) + -ιά [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zver.ˈcia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβερκιά

Ουσιαστικό

σβερκιά θηλυκό

  • (προφορικό) το χτύπημα με την παλάμη σε κάποιο σβέρκο
    Είχε πάρα πολύ κόσμο και στριμωξίδι. Έφαγα μπόλικες σκουντιές και μια σβερκιά, που πονάω ακόμα!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.