σβερκιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σβερκιά | οι | σβερκιές |
| γενική | της | σβερκιάς | των | σβερκιών |
| αιτιατική | τη | σβερκιά | τις | σβερκιές |
| κλητική | σβερκιά | σβερκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zver.ˈcia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβερ‐κιά
Ουσιαστικό
σβερκιά θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σβέρκος
Μεταφράσεις
σβερκιά
|
|
Αναφορές
- σβερκιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.