σβέρκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σβέρκο | τα | σβέρκα |
| γενική | του | σβέρκου | των | σβέρκων |
| αιτιατική | το | σβέρκο | τα | σβέρκα |
| κλητική | σβέρκο | σβέρκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σβέρκο < → δείτε τη λέξη σβέρκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.