σαλπίζω

Νέα ελληνικά (el)


Ετυμολογία

σαλπίζω < αρχαία ελληνική σαλπίζω

Ρήμα

σαλπίζω

  1. χρησιμοποιώ τη σάλπιγγα για να βγάλω ήχο
  2. (ειδικότερα) δίνω στρατιωτικό παράγγελμα χρησιμοποιώντας τη σάλπιγγα
  3. (μεταφορικά) διαλαλώ, διατυμπανίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.