σάλπισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάλπισμα τα σαλπίσματα
      γενική του σαλπίσματος των σαλπισμάτων
    αιτιατική το σάλπισμα τα σαλπίσματα
     κλητική σάλπισμα σαλπίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάλπισμα < σαλπίζω + -μα

Ουσιαστικό

σάλπισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του σαλπίζω
  2. ο ήχος της σάλπιγγας, ως αποτέλεσμα του σαλπίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.