σαλαμινομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαλαμινομάχος | οι | σαλαμινομάχοι |
| γενική | του | σαλαμινομάχου | των | σαλαμινομάχων |
| αιτιατική | τον | σαλαμινομάχο | τους | σαλαμινομάχους |
| κλητική | σαλαμινομάχε | σαλαμινομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλαμινομάχος < Σαλαμίν(α) + -ο- + -μάχος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.la.mi.noˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λα‐μι‐νο‐μά‐χος
Ουσιαστικό
σαλαμινομάχος αρσενικό
- πολεμιστής ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ.
Μεταφράσεις
σαλαμινομάχος
|
|
Αναφορές
- σαλαμινομάχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.